Είναι πάντα εκεί. Είτε παίζουν ντέρμπι στη μεγάλη κατηγορία, είτε ασήμαντο παιχνίδι στην Α2 και τη Β’ Εθνική, το Ιβανώφειο είναι κατάμεστο. Οι φίλαθλοι του Ηρακλή αποδεικνύουν περίτρανα πως είναι μοναδικοί και δείχνουν σε όλους τι πάει να πει ανιδιοτελής αγάπη για την ομάδα.
Ήρθε στον Ηρακλή το 1993 σαν πρωταθλητής Ευρώπης με τη Λιμόζ, ταυτίστηκε μαζί του για σχεδόν 4 χρόνια και λατρεύεται από τους φίλους του μέχρι σήμερα. Βασικά το “ξανθό σκυλί” λατρεύεται από όλους τους Έλληνες φιλάθλους.
Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Ο καθένας έγραψε τη δική του ιστορία. Τι θα γινόταν άραγε αν όλοι αυτοί οι παικταράδες έμεναν στον Ηρακλή περισσότερα χρόνια? Δυστυχώς ποτέ δε θα μάθουμε…
Δεν προφέραμε ποτέ σωστά το όνομα του. Τον μάθαμε Ίνγκραμ και τον λέμε έτσι μέχρι σήμερα. Μόνο εμείς εδώ στην Ελλάδα. Εδώ στην Ελλάδα όμως ήταν που έκανε πράματα και θάματα. Το αντίπαλο δέος του Γκάλη μεγαλούργησε για 5 χρόνια (1987-92) με τη φανέλα του Ηρακλή, φόρτωσε με χιλιάδες πόντους τα αντίπαλα καλάθια και μνημονεύεται μέχρι σήμερα ως ο κορυφαίος ίσως καλαθοσφαιριστής που φόρεσε μέχρι σήμερα τη φανέλα του Γηραιού.
“Ημίχρονο το βγάζεις με το ζόρι, ρε Σινιόρι ρε Σινιόρι!” Ανέκαθεν οι οπαδοί του Ηρακλή ήταν ευρηματικοί και με χιούμορ, αλλά το ίδιο φαίνεται πως ήταν και ο Ιταλός σούπερ σταρ, ο οποίος ήρθε, έφαγε τα σουβλάκια του και έφυγε!
Ο άνθρωπος που μπορούσε να τριπλάρει και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο, ο “Έλληνας Μαραντόνα” και μάλλον ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έβγαλε αυτός ο τόπος, ήταν ένα πραγματικό χάρμα οφθαλμών για όλους τους φιλάθλους, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής αγωνίστηκε για 15 χρόνια στον Ηρακλή (1975-90), μπορεί να κατέκτησε μόνο ένα κύπελλο Ελλάδος και να μην αγωνίστηκε ποτέ στην Εθνική Ελλάδος, αλλά οι στιγμές μαγείας που μας χάρισε με τη μπάλα στα πόδια του, θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό μας.